- πολύσκαρθμος
- πολύσκαρθμοςmuch-springingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… … Dictionary of Greek
πολύσκαρθμον — πολύσκαρθμος much springing masc/fem acc sg πολύσκαρθμος much springing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκάρθμοιο — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκάρθμοισι — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκάρθμοισιν — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκάρθμους — πολύσκαρθμος much springing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκάρθμῳ — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
πολυπήδητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολύσκαρθμος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πηδῶ] … Dictionary of Greek
πολυσκάριστος — ον, Α αυτός που κινείται με μεγάλη ταχύτητα, πολύσκαρθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαρίζω «πηδώ»] … Dictionary of Greek